- βύθιος
- -α, -ο (AM βύθιος, -α, -ον, Α και βύθιος, -ον) [βυθός]1. αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας2. εκείνος που ζει στο βάθος της θάλασσας ή προέρχεται από κει(αρχ. -μσν.) (το ουδ. ως επίρρ.) απ' το βάθος του στήθους, βαθιά («βύθιον οἰμώξας», «βύθιον φθέγγεσθαι»)αρχ.βαθύς («βύθιος λογισμός»).
Dictionary of Greek. 2013.